παραπληρωματικός

παραπληρωματικός
παραπληρωματικός
expletive
masc nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • παραπληρωματικός — ή, ό / παραπληρωματικός, ή, όν, ΝΜΑ [παραπλήρωμα, ατος] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο παραπλήρωμα, συμπληρωματικός νεοελλ. φρ. α) «παραπληρωματικές γωνίες» μαθημ. δύο επίπεδες γωνίες τών οποίων το άθροισμα είναι δύο ορθές, δηλ. 180 μοίρες β)… …   Dictionary of Greek

  • παραπληρωματικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε παραπλήρωμα: Παραπληρωματικές γωνίες …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • παραπληρωματικῶν — παραπληρωματικός expletive fem gen pl παραπληρωματικός expletive masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραπληρωματικόν — παραπληρωματικός expletive masc acc sg παραπληρωματικός expletive neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραπληρωματικοῖς — παραπληρωματικός expletive masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραπληρωματικοί — παραπληρωματικός expletive masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραπληρωματικοῦ — παραπληρωματικός expletive masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραπληρωματικούς — παραπληρωματικός expletive masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραπληρωματικῶς — παραπληρωματικός expletive adverbial …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραπληρωματικῷ — παραπληρωματικός expletive masc/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”